σιτοπαραγωγός

σιτοπαραγωγός
-ό, Ν
1. (για τόπους) αυτός που παράγει σιτάρι («σιτοπαραγωγός περιοχή»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η σιτοπαραγωγός
αυτός που καλλιεργεί και πωλεί σιτηρά («οι σιτοπαραγωγοί δεν έβγαλαν ούτε τα έξοδά τους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιτοπαραγωγός — ο αυτός που καλλιεργεί και παράγει σιτηρά: Οι σιτοπαραγωγοί θα αποζημιωθούν για τη ζημιά που έπαθαν από το χαλάζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πυροφορώ — (I) έω, Α [πυροφόρος (Ι)] είμαι πυροφόρος, είμαι ιερέας υπεύθυνος για τη διατήρηση τής ιερής για τις θυσίες φωτιάς («πυροφορήσας Ἀσκληπιοῡ», επιγρ.). (II) έω, Α [πυροφόρος (II)] (για χώρα ή εδαφική έκταση) φέρω, δηλαδή παράγω, σιτάρι, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • πυροφόρος — (pyrophorus). Γένος κολεόπτερων των θερμών περιοχών της Αμερικής. Οι π. είναι μεγάλα έντομα, καστανά ή κοκκινωπά, που μπορούν να εκπέμπουν δυνατή φωσφορίζουσα λάμψη. Στη Νότια Αμερική είναι γνωστά ως κουκούγιος. Οι γυναίκες ορισμένων φυλών… …   Dictionary of Greek

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • σιτοπαραγωγικός — ή, ό, Ν [σιτοπαραγωγός] αυτός που αναφέρεται στην παραγωγή σιταριού …   Dictionary of Greek

  • σιτοφόρος — α, ο / σιτοφόρος, ον, ΝΜΑ (για τόπο) αυτός που παράγει σιτάρι, σιτοπαραγωγός («κριθοφόρον καὶ σιτοφόρον γῆν», Φιλ.) αρχ. (για υποζύγια) αυτός που μεταφέρει σιτηρά και, γενικά, αυτός που μεταφέρει τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + φόρος* (< φέρω),… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”